- αναπαράγομαι
- αναπαράγομαι, αναπαράχθηκα, (σπάν.) αναπαραγμένος βλ. πίν. 136
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
τίκτω — ΝΜΑ (λόγιος τ.) 1. (για γυναίκες και θηλυκά ζώα) γεννώ (α. «ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει», Απολυτίκιο Χριστουγέννων β. «ὅν τίκτε Διὶ φίλος ἱππότα Φυλεύς», Ομ. Ιλ. γ. «Στάσις καὶ Κρόνος... τίκτετον τύραννον», Κρατίν.) 2. (για πτηνά)… … Dictionary of Greek
ωοτοκώ — ᾠοτοκῶ, έω, ΝΜΑ [ωοτόκος] (αμτβ.) (για ζώο) α) γεννώ αβγά β) είμαι ωοτόκος, αναπαράγομαι με ωοτοκία αρχ. 1. (για φυτό) παράγω σπόρο 2. (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ ᾠοτοκοῡντα τα ωοτόκα 3. παθ. ᾠοτοκοῡμαι, έομαι γεννιέμαι όπως το αβγό… … Dictionary of Greek